ἀκτά

ἀκτά
ἀκτά (ἀκτᾶς, -άν; -αῖς, -αῖσιν.)
a shore Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς (ἀπὸ τοῦ Ἄργους. Σ.) O. 7.33ἥρως ἐπ' ἀκταῖσιν θορών” sc. of lake Tritonis P. 4.36

ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.42

met., πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν of the effect of wine fr. 124. 7.
b river bank

παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον P. 11.21

βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀκτά — Ἀκτά̱ , Ἀκτή fem nom/voc/acc dual Ἀκτά̱ , Ἀκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτά — ἀκτά̱ , ἀκτή headland fem nom/voc/acc dual ἀκτά̱ , ἀκτή headland fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκτα — Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια… …   Dictionary of Greek

  • ἀκτᾶς — ἀκτᾶ̱ς , ἀκτάζω banquet on the shore fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκτέα elder tree fem acc pl (attic doric) ἀκτέα elder tree fem gen sg (doric) ἀκτή headland fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτάν — Ἀκτά̱ν , Ἀκτή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτάν — ἀκτά̱ν , ἀκτή headland fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτάς — Ἀκτά̱ς , Ἀκτή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτάς — ἀκτά̱ς , ἀκτή headland fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτάων — Ἀκτά̱ων , Ἀκτή fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτάων — ἀκτά̱ων , ἀκτή headland fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάτηρ — (Α) 1. δωρ. τ. τού Δημήτηρ 2. η κλητ. Δάματερ ως επιφώνημα εκπλήξεως 3. «Δαμάτερος ακτά (ή καρπός)» το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Δημήτηρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”